- χασικλής
- ο , χασικλού η1) тот, кто курит гашиш; 2) перен. подонок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χασικλής — ο, θηλ. χασικλού και χασικλίνα, Ν 1. χασισοπότης 2. (κατ επέκτ.) ναρκομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χασίς / χασίσι + κατάλ. κλής (πρβλ. θερια κλής, μερα κλής), μέσω ενός τ. *χασισι κλής, με απλολογία] … Dictionary of Greek
χασικλής — ο θηλ. χασικλού, η (λ. τουρκ.), χασισοπότης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χασικλήδικος — η, ο, Ν [χασικλής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χασικλή 2. το ουδ. ως ουσ. το χασικλήδικο χασισοποτείο, τεκές. επίρρ... Χασικλήδικα σαν τον χασικλή … Dictionary of Greek
χασισοπότης — ο, Ν 1. άτομο που καπνίζει χασίς, χασικλής 2. (κατ επέκτ.) άνθρωπος κατώτατης ηθικής υποστάθμης, ρεμάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χασίς + πότης (πρβλ. καφε πότης, κρασο πότης). Η λ., στον λόγιο τ. πληθ. χασισοπόται, μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
χασισοπότης — ο αυτός που καπνίζει χασίσι, χασικλής: Είχε καταντήσει χασισοπότης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)